- βαρυστομαχιάζω
- βαρυστομαχιάζω, βαρυστομάχιασα, βαρυστομαχιασμένος βλ. πίν. 35
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
βαρυστομαχιάζω — [βαρυστομαχιά] αισθάνομαι βαρυστομαχιά … Dictionary of Greek
βαρυστομαχιάζω — ιασα, βαρυστομαχιασμένος, αισθάνομαι βαρύ το στομάχι μου, υποφέρω από δυσπεψία: Το βραδινό φαγητό με βαρυστομαχιάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαρυστομαχιά — και βαροστομαχιά και βαρυστομαχίλα, η και βαρυστομάχιασμα, το βάρυνση του στομαχιού λόγω δυσπεψίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. βαρυστομαχιά και βαρυστομαχίλα < επίθ. βαρυστόμαχος, ενώ ο τ. βαρυστομάχιασμα < βαρυστομαχιάζω] … Dictionary of Greek
στομαχικεύομαι — Μ [στομαχικός] βαρυστομαχιάζω, έχω δυσπεψία … Dictionary of Greek